- κοινή γνώμη
- Σύγχρονος όρος, που πέρασε από την κοινωνιολογική ορολογία στην καθημερινή χρήση, για να χαρακτηρίσει την ομαδική συμμετοχή μιας κοινότητας (έθνους, πόλης) στα διεθνή γεγονότα, στα μεγάλα συμβάντα της επικαιρότητας, στις μεταβολές των ηθών και των εθίμων, σύμφωνα με τις τάσεις που καταγράφονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η κ.γ. εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας με δικό της ειδικό βάρος. Δεν μπορεί να θεωρηθεί κ.γ. εκείνο που κατά τα τέλη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ονόμαζαν φωνή λαού (vox populi), δηλαδή, η λαϊκή αντίδραση σε κάποιο σημαντικό γεγονός ή στα οικονομικά και πειθαρχικά μέτρα που λάμβαναν οι κρατικές υπηρεσίες. Το ίδιο ισχύει και για τον όρο κοινή συναίνεση (consensus), ευρύτατα διαδεδομένο κατά τον Μεσαίωνα, ο οποίος συναρτάται με την εκδοχή της νομικής οργάνωσης ως καθαρά τυπικής επικύρωσης των δικαστικών αποφάσεων. Οι δύο κλασικές αντιλήψεις της λαϊκής ευαισθησίας, που μόνο φαινομενικά ισοδυναμούν με το πραγματικό περιεχόμενο της κ.γ., σχετίζονταν άμεσα, αν και πάλι κατά ποικίλους τρόπους, με την προσωπική ερμηνεία των αντιπροσώπων της κρατικής εξουσίας, που καθόριζαν ή προστάτευαν τους κανόνες της κοινωνικής ζωής. Το γνήσιο περιεχόμενο της κ.γ. δεν εκφράζεται ούτε με το common sense, που θεωρήθηκε ως τρίτος νόμος συμπεριφοράς (αντίστοιχος με τον τρίτο βαθμό γνώσης, έπειτα από τον διαισθητικό και τον αποδεικτικό) και άκμασε στην Αγγλία μετά την πρώτη Βιομηχανική επανάσταση και με βασικό φορέα τον Τζον Λοκ. Η αντίληψη του common sense συσχετιζόταν έως έναν βαθμό με την έκφραση του λαϊκού αισθήματος, αλλά η νοοτροπία στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. βρισκόταν σε αρκετά πρώιμο στάδιο, ώστε να ωριμάσει στους κόλπους της κοινωνίας η έννοια της κ.γ. Το common sense σχετίζεται ακόμη με την άσκηση επιρροής ή τη δικαιολόγηση των πραγμάτων, έμμεσα ή γενικά –το κοινό αίσθημα, η γνώμη όλων, ο κόσμος φρονεί– το οποίο προσαρμόζεται εύκολα για να εκφράσει το τυπικά μέσο μέτρο μιας όψης των ανθρώπινων σχέσεων. Κατά τον ίδιο τρόπο και σε φιλοσοφική βάση το common sense πέρασε και στη Γαλλία με τον Μοντεσκιέ, όπου ονομάστηκε esprit général, ενώ με τον Ρουσό έγινε volonté générale. Επομένως, η κ.γ. δεν έχει δική της διάσταση, αλλά προσφέρεται με μορφή κοινής σκέψης ή κοινού αισθήματος για να εκφράσει τον συνεκτικό δεσμό, τη μέση φυσιογνωμία μιας κοινωνίας. Όταν μετά τα μέσα του 19ου αι. ο Τεν και αργότερα ο Λε Μπον εξεγέρθηκαν εναντίον του κινδύνου ενός λαϊκού αισθήματος που –καθώς διαμορφώνεται και διαδίδεται από κέντρα με δημαγωγική δύναμη όπως ο Τύπος– απειλεί τη σταθερότητα και την ισορροπία των κυβερνήσεων, επηρεάζοντας τις πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις, μόνο τότε κατέστη αντιληπτή η πραγματική διάσταση, το corpus της κ.γ. Φυσικά, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας αυτών των αντιρρήσεων –στις οποίες ήταν καταφανής ο υποτιμητικός ορισμός της κ.γ., που θεωρείται ως εξαιρετικά συναισθηματική, ευμετάβολη και ελάχιστα αντικειμενική– εξακολουθεί να παρέχει την εξωτερική, και μόνο, διάσταση του λαϊκού φαινομένου. Διακρίνονται εδώ οι όροι μιας συμπεριφοράς αποξενωμένης από κάθε συναίσθηση ευθύνης αποφάσεων και γι’ αυτό στερημένης από οποιονδήποτε έλεγχο και παραδεκτά κίνητρα. Η αποκάλυψη, ωστόσο, του φαινομένου από τους δύο συγγραφείς, η διαπίστωση των χαρακτηριστικών, που αναλύονταν ολοένα και περισσότερο, των εννοιών του πλήθους και της μάζας –διαπίστωση που απασχόλησε κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους, ψυχολόγους, όπως οι Γκέοργκ Ζίμελ, Μαξ Νορντάου, Σίπιο Σίγκελε, Ζορζ Σορέλ, με ανταλλαγή απόψεων που κράτησε έως τις αρχές του περασμένου αιώνα– οδήγησαν στον χαρακτηρισμό της κ.γ. ως μίας από τις σημαντικές δυνάμεις της νεότερης κοινωνίας. Οι νεότερες αναλύσεις αποδεικνύουν την αναμφισβήτητη παρουσία και τον δυναμικό χαρακτήρα της κ.γ., που γίνεται αντιληπτή τόσο στην ενεργητική όσο και στην παθητική μορφή της, ως πρότυπο κρίσης και μέσο πειθούς. Με τη συγκεκριμένη μεταχείριση του φαινομένου ασχολήθηκαν, ακόμα και πρόσφατα, πολλοί μελετητές των κοινωνικών προβλημάτων, οι οποίοι αποκάλυψαν τη στενή συνάρτηση που παρατηρείται μεταξύ των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της κ.γ., καθώς και τη διαφορετική συμπεριφορά της κ.γ. υπό την εξουσία ολοκληρωτικών καθεστώτων (όπου υπερισχύει η προπαγάνδα πολιτικού τύπου) και κοινοβουλευτικών (όπου η προπαγάνδα είναι κυρίως εμπορική). Η σχετική αυτονομία της κ.γ., που εκδηλώνεται στις χώρες με κοινοβουλευτισμό, καλύπτει στην πραγματικότητα μόνο τυπικά τις πιέσεις που αυτή αναγκάζεται να δεχτεί σε όλα τα επίπεδα με την ογκώδη και οργανωμένη συρροή καθορισμένων δυνάμεων. Ο βαθμός υπόστασης της κ.γ. υπολογίζεται πιο αξιόπιστα υπό το πρίσμα των κοινωνικών σχέσεων παρά της ψυχολογίας, λαμβάνοντας πάντα υπόψη ότι σε μια ευρύτερη αντιδραστικότητα της κ.γ. δεν ανταποκρίνεται πάντα η πιο ελεύθερη και αυθεντική έκφρασή της. Κοινωνιολόγοι όπως ο Ζορζ Φριντμάν και ο Πολ Λάζαρσφελντ επέστησαν την προσοχή στον κίνδυνο του επηρεασμού της κ.γ., εκτός από την κάθε είδους προπαγάνδα, κυρίως από τις νέες ψυχοκοινωνικές σχέσεις που δημιούργησε η μετα-βιομηχανική κοινωνία. Ο Γουίλιαμ Πάκαρντ αναφέρθηκε σε κρυφές επιρροές της κ.γ., ενώ ο Ντέιβιντ Ρίζμαν δεν δίστασε να διακρίνει στο μεμονωμένο πλήθος, δηλαδή στη σημερινή ενοποιημένη κοινωνία, έναν τύπο ετεροδιευθυνόμενης συμπεριφοράς, όπου η κ.γ. υποτάσσεται ολοκληρωτικά στους κανόνες που εκφράζονται και προπαγανδίζονται από τον νέο καταναλωτικό πολιτισμό. Από την άποψη αυτή, είναι φανερό ότι η απειλή μιας παράλογης επιβολής επί της κοινωνίας δεν προέρχεται από την κ.γ.
Dictionary of Greek. 2013.